ΙΣΤΟΡΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ
(Από τον 3ο μ.Χ. αιώνα μέχρι σήμερα)

Στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες διάφορες φυλές βαρβάρων κατέκλυσαν ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη αφήνοντας στο διάβα τους καταστροφές και ερείπια. Το 267 μ.Χ. Αθήνα και Αττική πέρασαν δύσκολες στιγμές καθώς μία στρατιά Ερούλων (πιθανόν γερμανικής καταγωγής) έφτασε με πεντακόσια πλοία στον Πειραιά και αφού αποβιβάστηκε εκεί άρχισε να λεηλατεί το λιμάνι και όλες τις γύρω περιοχές. Από τη μανία τους δεν γλίτωσε σπιθαμή γης παρά μόνο η Ακρόπολη, που σώθηκε χάρη στο τείχος που την προστάτευε. Σύμφωνα με μία διήγηση, την ώρα που οι βάρβαροι ετοιμάζονταν να κάψουν ένα σωρό πολύτιμα χειρόγραφα για να ζεσταθούν, κάποιος γηραιός αρχηγός τους προσπάθησε να τους αποτρέψει λέγοντας ότι έπρεπε να αφήσουν τα χειρόγραφα στους Αθηναίους γιατί όσοι ασχολούνταν με τα γράμματα ήταν άνθρωποι ακίνδυνοι. Όμως ο γέρος διαψεύσθηκε πολύ γρήγορα αφού αυτός που κατάφερε τελικά να αναχαιτίσει τούτα τα άγρια στίφη ήταν ακριβώς ένας άνθρωπος των γραμμάτων, ο ιστορικός Πόμπλιος Ερρένιος Δέξιππος, γνωστός για τη ρητορική του δεινότητα και τη μεγάλη του μόρφωση.


 

Ο Δέξιππος ενθουσίασε με τους πύρινους λόγους του τους Αθηναίους και αφού οργάνωσε ένα στρατιωτικό σώμα δύο χιλιάδων ανδρών τέθηκε επικεφαλής τους και συγκρούσθηκε με τους επιδρομείς στην περιοχή της Κηφισιάς υποχρεώνοντάς τους σε άτακτη φυγή. Για την επιτυχία του αυτή οι Αθηναίοι τον τίμησαν με ανδριάντα και τον εξέλεξαν άρχοντα-βασιλιά και αγωνοθέτη στα Μεγάλα Παναθήναια. Ο Δέξιππος φρόντισε να καταγράψει την επιδρομή των Ερούλων στο έργο του Σκυθικά και έτσι διασώθηκαν για τους μεταγενέστερους αρκετές πληροφορίες σχετικά με τις δύσκολες ώρες που πέρασε η Αττική.

Στα χρόνια του Βυζαντίου η Αθήνα και τα περίχωρά της παρέμειναν σχεδόν στην αφάνεια. Ήταν μάλιστα για τους Βυζαντινούς τόσο δευτερεύουσα η σημασία της πάλαι ποτέ ένδοξης Αθήνας ώστε ελάχιστοι ηγεμόνες τους ενδιαφέρθηκαν να την επισκεφθούν. Ανάμεσα σε τούτες τις λιγοστές εξαιρέσεις ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (355 μ.Χ.), ο λάτρης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού που έμεινε στην Ιστορία των Μεσαιωνικών Χρόνων σαν μία από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές. Αιώνες αργότερα, και συγκεκριμένα στα 1018, θα την επισκεπτόταν ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, ο μέγιστος των αυτοκρατόρων της Μακεδονικής Δυναστείας. Σκοπός του ήταν να γνωρίσει τις αρχαιότητες αλλά πάνω απ’όλα να προσκυνήσει την Παναγία την Αθηνιώτισσα. Και -όπως γράφει ο ιστορικός Κεδρηνός- «αφού ευχαρίστησε ο Βασίλειος τη Θεοτόκο για τη νίκη του επί των Βουλγάρων, και πρόσφερε αναθήματα λαμπρά στο ναό Της, αναχώρησε από την πόλη των φιλοσόφων». Αυτά μόνο αναφέρει η Ιστορία για τούτη την επίσκεψη του ηγεμόνα, γεγονός που, αν μη τι άλλο, δείχνει την υποδεέστερη μοίρα στην οποία είχε περιέλθει το πάλαι ποτέ τρισένδοξο πνευματικό κέντρο της Οικουμένης.

Η Φραγκοκρατία (αρχές του 13ου αιώνα-μέσα του 15ου) απετέλεσε τη μεγάλη σκοτεινή παρένθεση που ανέκοψε την πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και συνέβαλε στην παρακμή και τελικά την πτώση της. Η παρουσία των Δυτικών (Γάλλων, Καταλανών, Φλωρεντίνων και για μία σύντομη περίοδο [1395-1402] Ενετών) στην Αττική Γη κράτησε πάνω από δυόμισι αιώνες και ήταν σε εκείνα τα χρόνια που κάποιοι αξιωματούχοι (ξένοι κυρίως, θα πρέπει να υποθέσουμε) έκτισαν στην Κηφισιά τα εξοχικά τους στην περιοχή που σήμερα απλώνεται ανάμεσα στο λόφο του προφήτη Ηλία και τα Αλώνια. Συγχρόνως διατηρούσαν μεγάλους κήπους όπου καλλιεργούσαν φυτά, φρούτα και λουλούδια. Γι’ αυτές τις δουλειές χρησιμοποιούσαν Κηφισιώτες κηπουρούς και εργάτες.
 
Μετά την πτώση της Βασιλεύουσας (1453) οι Τούρκοι κινήθηκαν προς κάθε κατεύθυνση για να κυριέψουν ό,τι είχε απομείνει από το ρημαγμένο Βυζάντιο. Είναι τότε που ο Μωάμεθ έδωσε εντολή στον Ομάρ, τον διοικητή της Θεσσαλίας, να καταλάβει την Αθήνα και τις γύρω περιοχές. Στενάζε η ύπαιθρος της Αττικής καθώς τη διέσχιζαν τα τουρκικά στρατεύματα αλλά στην Αθήνα ο Ομάρ εμφανίστηκε σαν απελευθερωτής των κατοίκων της από τον ζυγό του τελευταίου της φλωρεντίνου δυνάστη, του Φράγκο Ατζαγιόλη (1456).

Δύο χρόνια αργότερα οι Αθηναίοι υποδέχτηκαν τον ίδιο τον Μωάμεθ. Σεπτέμβριο του 1458 έφθασε ο Πορθητής για να δει και να θαυμάσει τους θησαυρούς της Αθήνας. Μία παράδοση λέει ότι τα κλειδιά της πόλης του τα παρέδωσε ο τότε σημαντικότερος των Αθηναίων, ο ηγούμενος της μονής της Καισαριανής, επειδή ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Νικόλαος είχε εγκαταλείψει την έδρα του και είχε καταφύγει στην Τήνο.

Διαλλακτικός ο Μωάμεθ απέναντι στους κατοίκους της Αθήνας τους πρόσφερε διοικητικά προνόμια και παραχώρησε φορολογικές απαλλαγές στις αρχοντικές οικογένειες που αποτελούσαν τη δημογεροντία του τόπου. Το 1460 ο Μωάμεθ, επιστρέφοντας από τον Μοριά, θα επισκεφτεί για δεύτερη και τελευταία φορά την Αθήνα. Τώρα όμως δεν θα είναι τόσο φιλικός όσο την πρώτη γιατί τον έχουν πληροφορήσει ότι ορισμένοι αμετανόητοι Αθηναίοι προσπαθούσαν να συνεργαστούν με τον έκπτωτο Ατζαγιόλη, που ζούσε τότε στην Βοιωτία, για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Ο Πορθητής δεν θα προκαλέσει κάποια καταστροφή στην Αθήνα αλλά για παραδειγματισμό θα πάρει μαζί του ομήρους στην Κωνσταντινούπολη δέκα προεστούς.

Στο μεταξύ οι στρατιώτες του Ομάρ και κάποιοι Τούρκοι αξιωματούχοι οργάνωναν στην έρημη και καταπράσινη ύπαιθρο τα τσιφλίκια τους. Έτσι γνώρισε για τα καλά η Αττική Γη την κατοχή των Τούρκων. Σύμφωνα με μαρτυρίες –σε χρόνους που δεν προσδιορίζονται ακριβώς- διέμενε στην Κηφισιά και ένας Τούρκος διοικητής της Αθήνας που είχε κτίσει το πύργο του στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Μάλιστα στην μετέπειτα Πλατεία Πλατάνου οι Τούρκοι είχαν οικοδομήσει ένα τζαμί που μετά την απελευθέρωση έγινε αστυνομικός σταθμός και στη συνέχεια κατεδαφίστηκε για να μεγαλώσει η πλατεία.
 
Μία αρκετά κατατοπιστική περιγραφή της Κηφισιάς της Τουρκοκρατίας βρίσκουμε στο Οδοιπορικό του τούρκου περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή (1611-1681), ο οποίος κατέγραψε τις ταξειδιωτικές του εντυπώσεις σε ένα πολύτομο χρονικό και θεωρείται επάξια ένας από τους μεγαλύτερους περιηγητές-συγγραφείς της εποχής του.
Σύμφωνα με τις εξιστορήσεις του Τσελεμπή, που επισκέφτηκε την Ελλάδα, και την Κηφισιά, στα 1667:

«[η Κηφισιά] είναι μία κωμόπολη μέσα σε κάμπο εύφορο, στολισμένη με τριακόσια παραδεισένια όμορφα σπίτια, σκεπασμένα με κεραμίδια, της οποίας οι κάτοικοι είναι μισοί μουσουλμάνοι και μισοί άπιστοι ραγιάδες. Έχει ένα τζαμί, ένα μεστζίτι, ένα ιεροσπουδαστήριο, ένα σχολείο, ένα τεκέ, ένα χαμάμι, ένα σπουδαίο χάνι και δέκα μαγαζιά. ’λλα ιδρύματα δεν έχει. Περίφημα είναι τα όμορφα, τραγανά, άσπρα κεράσια της. Οι ράχες της, τα χερσαία μέρη της είναι στολισμένα μόνο με ελιές και στην κορυφή κάθε ράχης είναι στημένη από μία εκκλησούλα….»
(απόσπασμα από τον εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Κ. Μπίρη, Τα Αττικά του Εβλιά Τσελεμπή, Αθήνα 1959)


Αλλά, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η ζωή για τους Κηφισιώτες δεν ήταν πάντα ευχάριστη και ειδυλλιακή. Υπήρξαν και δύσκολες στιγμές όταν τυραννικοί διοικητές της περιοχής της Αθήνας φρόντιζαν να δείξουν με τρόπο συχνά απάνθρωπο τη σκληρότητά τους. Ένας τέτοιος τύραννος ήταν και ο περιβόητος Χατζαλής (Χατζή Αλής) τα «κατορθώματα» του οποίου σε βάρος των ραγιάδων και των Κηφισιωτών περιγράφει με την ιδιότυπη γλώσσα του ο Παναγής Σκουζές, στο Χρονικό της Σκλαβωμένης Αθήνας (1841). Όταν ο Σκουζές αναφέρεται στην Κηφισιά την αποκαλεί με τα ονόματα Τζηβισιά και Κηβισιά.

Πέντε φορές κατόρθωσαν οι Αθηναίοι να διώξουν με διάφορα μέσα και τεχνάσματα τον Χατζαλή από την πόλη τους αλλά εκείνος κατάφερε να επιβάλει την τυραννία του 25 ολόκληρα χρόνια. Μέχρι που στο τέλος, με την κατηγορία της απιστίας στην Υψηλή Πύλη, τον εξόρισαν στην Κω όπου και εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό το 1795.

Στα χρόνια της Εθνεγερσίας, στην Αττική, πολέμησαν τον Τούρκο κατακτητή πολλοί αγωνιστές και ανάμεσά τους Αθηναίοι, Χαλανδριώτες, κάτοικοι των Μεσογείων αλλά και της Κηφισιάς. Μεταξύ αυτών των τελευταίων ξεχώρισαν ο Αθανάσιος Βιλτανιώτης, που έχασε τη ζωή του το 1827 στην πολιορκία του Φρουρίου των Αθηνών από τα στρατεύματα του Κιουταχή Πασά, ο Χιώτης στην καταγωγή Αλέξανδρος Καλλιπέτης και ο Γεώργιος Κούρτης, που ανήκε στις δυνάμεις του Καραϊσκάκη και στον οποίο, μετά την απελευθέρωση, το νεοσύστατο κράτος παραχώρησε το σπίτι του Τούρκου Διοικητή στην Κηφισιά.
 
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων από την Αττική, τα κτήματά τους περιήλθαν στα χέρια των Ελλήνων. ’λλοι τα αγόρασαν «για ένα κομμάτι ψωμί» και άλλοι τα δήμευσαν χωρίς να ρωτήσουν κανένα. Τέτοιο χάος επικρατούσε στη ρημαγμένη χώρα. Κτήματα δόθηκαν ακόμη και τιμής ένεκεν στις οικογένειες εκείνων που πολέμησαν ηρωικά στον Αγώνα, όπως για παράδειγμα στους Κούρτηδες και στους Αναγνωστόπουλους, τους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου, που όταν πρωτοεγκαταστάθηκαν στον Διόνυσο πήραν το όνομα Διονυσιότες.

Με τα χρόνια, και ενόσω η χώρα οργανωνόταν και προσπαθούσε να «σταθεί στα πόδια της», στο καταπράσινο χωριό της Κηφισιάς ήλθαν να μείνουν τρανταχτά ονόματα της εποχής: οι Σούτσοι, η Δούκισσα της Πλακεντίας, οι Ραγκαβή, οι Μαυρομιχάλη και οι Μπότσαρη, είναι μερικά απ’ αυτά.

Μεγάλη αγάπη για την Κηφισιά έδειξε και ο πρώτος βασιλέας της Ελλάδος, ο Όθων, ο οποίος πέρασε εκεί πολλά καλοκαίρια. Καθώς μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές μας, ο βαυαρός μονάρχης ζούσε σε ένα όμορφο σπίτι στη σημερινή οδό Όθωνος και αγαπημένη του συνήθεια ήταν να σηκώνεται νωρίς το πρωί και να κάνει έφιππος το γύρο του καταπράσινου προαστίου.

Το Πάσχα του 1841 επισκέφθηκε την Κηφισιά ο μεγάλος δάσκαλος του παραμυθιού Χανς Κρίστιαν ’ντερσεν (1805-1875), οι ιστορίες του οποίου έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Ο ’ντερσεν δεν έγραψε μόνο παραμύθια. Ασχολήθηκε με την ποίηση και συνέγραψε θεατρικά έργα και βιβλία με ταξειδιωτικές αναμνήσεις. Στο Οδοιπορικό στην Ελλάδα περιγράφει την Κηφισιά των μέσων του 19ου αιώνα και δείχνει εντυπωσιασμένος με έναν περίφημο πλάτανό της τα κλαδιά του οποίου σκίαζαν όλη σχεδόν την πλατεία του χωριού. Προφανώς πρόκειται για τον περίφημο πλάτανο που βρισκόταν στην ομώνυμη πλατεία και σήμερα αποτελεί για την πόλη παρελθόν.

«Κάτω από το δένδρο, γράφει ο ’ντερσεν, στο παχύ γρασίδι απλώσαμε τις κάπες μας, αραδιάσαμε τα μπουκάλια με το κρασί και ριχτήκαμε στο φαγοπότι έχοντας γύρω μας ελληνοπούλες που ζήλευαν τα αρτύσιμα φαγητά μας, μιάς που βρισκόμασταν σε περίοδο νηστείας. Έπειτα πήραμε ένα γραφικό μονοπάτι του δάσους. Τα ρυάκια κελάρυζαν δίπλα μας...»

Άλλες εικόνες, άλλες ανεπανάληπτες εποχές, τότε που η Φύση πνιγόταν στο πράσινο και το γαλάζιο.

 

Στα 1870 οι Κηφισιώτες γηγενείς, θέλοντας να ενισχύσουν την οικονομία του τόπου τους και να βελτιώσουν τη διαβίωσή τους συνέστησαν έναν συνεταιρισμό με την επωνυμία «Κοινότης Κηφισιάς». Βέβαια δεν επρόκειτο για μία κοινότητα με την έννοια που της δίνουμε σήμερα. Ήταν, όμως, ένα πρώτο βήμα προς μία καλλίτερη οικονομική κυρίως οργάνωση της περιοχής. Επικεφαλίδα του Καταστατικού της Κοινότητας ήταν: «Κοινότης Κηφισιάς – Πρώτη Εταιρεία του Εξοχικού της Αττικής Λαού». Ανάμεσα στα ονόματα εκείνων που υπογράφουν το καταστατικό διαβάζει κανείς: Λεγάντης, Μόσχου, Γ. Κυριαζής (αρχιπεσβύτερος), Τσαλαβούτας, Σαββατιανός, Γεωργαντάς, Διονυσιότης, Καραγιαννάκης, Κούρτης, Θεοχαρόπουλος, Σαββατιανός, Σπανουδάκης, Νικολάου κ.ά. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία κτηματίες. ’λλοι εύποροι και άλλοι στερημένοι. Σε αυτούς τους τελευταίους απευθυνόταν κυρίως μία φράση του Καταστατικού: Μην ελπίζετε πραγματικήν ελευθερία άνευ οικονομικής αποκαταστάσεως. (!)

Ένας παράγοντας που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της Κηφισίας ήταν η σιδηροδρομική σύνδεσή της με την Αθήνα το 1882. Ατμοκίνητο στην αρχή το «Θηρίο», όπως αποκαλούσαν με δέος οι κάτοικοι της Αττικής το τραίνο που έφτανε μέχρι την Κηφισιά, μετατράπηκε αργότερα, στα 1902, σε ηλεκτροκίνητο. Η προσπέλαση προς τα βόρεια προάστια έγινε ευκολότερη και σιγά-σιγά η πανέμορφη Κηφισιά άρχισε να καθιερώνεται ως τόπος παραθερισμού και ψυχαγωγίας των Αθηναίων. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα το πρώτο ταχυδρομείο αλλά γρήγορα αντιμετώπισε δυσεπίλυτα προβλήματα καθώς παρουσιάστηκε … έλλειψη πελατών. Να θυμίσουμε ότι η Κηφισιά του 1880 δεν αριθμούσε περισσότερους από 700 κατοίκους. Τουλάχιστον αυτόν τον αριθμό μας δίνει μία απογραφή στα τέλη του 19ου αιώνα.
 
Εκείνη περίπου την εποχή έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα ξενοδοχεία: Το Ξενοδοχείον Μελά (ή Grand Hotel de Kifissia, όπως το αποκαλούσαν τότε), το Renaissance, η Αίγλη και το Πλάζα, η Πύρνα. Όλα (με εξαίρεση την Πύρνα) δίπλα στην Πλατεία Πλατάνου, μιάς και τότε περιοχές σαν τον Κοκκιναρά, το Κεφαλάρι και την Οδό Τατοΐου, θεωρούνταν από τους ξενοδόχους «έξω από χέρι». Όχι, όμως, για πολύ. Λίγες δεκαετίες αργότερα το Κεφαλάρι θα έπαιρνε τα πρωτεία με το ξενοδοχείο του Απέργη (1910 και 1921 το δεύτερο τμήμα του), το Σέσιλ (1922), το Πεντελικό (1923), τα Θεοξένια (1928).
 
Ήδη στα 1900 οι μόνιμοι κάτοικοι της Κηφισιάς ξεπερνούσαν τους 1.500 και σε αυτή την αύξηση συνέβαλαν και διάφοροι ομογενείς από την Χίο, την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη που ήλθαν να εγκατασταθούν στο όμορφο προάστιο. Ονόματα τρανταχτά στην εποχή τους: Συγγρός, Καλβοκορέσης, Μπενάκης, Πεσματζόγλου, Ρετσίνας, Χωρέμης, Κασσαβέτης, Μελάς, Καζούλης και άλλα. Όλοι τους θα αφήσουν, διαχρονική μαρτυρία του περάσματός τους, εντυπωσιακές επαύλεις και πολυτελείς κατοικίες που θα συνδιαμορφώσουν με τα απλά σπίτια των γηγενών την πολύμορφη και συνάμα τόσο αντιφατική αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης. Ανάμεσα στις επιβλητικές επαύλεις ξεχώριζε η Βίλα Καζούλη στην είσοδο της Κηφισιάς. Την είχε κτίσει στα 1905 ο έλληνας μεγαλοεπιχειρηματίας της Αιγύπτου Νικόλαος Καζούλης. Κόρη του Καζούλη ήταν η Ιωάννα, που σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Αριστόφρονα, άνθρωπο βαθύτατα μορφωμένο που όνειρό του είχε να μετατρέψει τη Βίλα των Καζούλη σε Νέα Ακαδημία του Πλάτωνος. Όμως, το σχέδιό του δεν πραγματοποιήθηκε και η Κηφισιά δεν φιλοξένησε ποτέ τη σύγχρονη σχολή του μεγάλου μας φιλόσοφου. Σε ένα μέρος του αχανούς κτήματος Καζούλη κτίστηκε πολύ αργότερα το Νοσοκομείο ΚΑΤ.
 
Στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Κηφισιά φιλοξένησε ένα σωρό πρόσφυγες. Γράφει γι’αυτή την τόσο δύσκολη περίοδο η Αλεξάνδρα Καλαποθάκη στο βιβλίο της Μπενάκειο Παιδικό Ίδρυμα Κηφισιάς – Μία σύντομη Ιστορία:

«Κατά τους πρώτους διωγμούς των Ελλήνων της Τουρκίας, το 1914, είχαν εγκατασταθεί στην Κηφισιά, στην περιοχή των Αλωνίων, ομογενείς από τη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα από το Λυθρί και τα Βουρλά της χερσονήσου της Ερυθραίας. Κάποιοι απ’ αυτούς παλιννόστησαν το 1919 για να επιστρέψουν οριστικά στην Ελλάδα μετά την Καταστροφή, το 1922. Σύντομα ακολούθησαν συγγενείς, συγχωριανοί και κάτοικοι γειτονικών χωριών της χερσονήσου της Ερυθραίας καθώς και Έλληνες της περιοχής της Σμύρνης. Οι πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο σε εγκαταλελειμμένα οικήματα, στάβλους, αποθήκες και όπου αλλού μπορούσαν να εξασφαλίσουν κάποια υποτυπώδη στέγη. Ορισμένοι απ’ αυτούς έστησαν μερικά πρόχειρα παραπήγματα στη θέση του σημερινού Β’ Δημοτικού Σχολείου, απέναντι από τον χώρο όπου έμελλε να λειτουργήσει το Μπενάκειο Παιδικό Ίδρυμα (βλέπε στη συνέχεια).
 
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Νίκου Μουστάκη: ένας λόγος που έσπρωχνε τους πρόσφυγες στην Κηφισιά ήταν ότι θα έβρισκαν κάποιο μεροκάματο, καθώς η πλειοψηφία τους απετελείτο από αγρότες και αμπελουργούς, και την εποχή εκείνη η Κηφισιά ήταν μεν το πλουσιότερο προάστιο, αλλά παράλληλα είχαν αναπτυχθεί και πολλές αγροτικές καλλιέργειες, όπως η καλλιέργεια της πατάτας, του σπαραγγιού, της φράουλας, του μενεξέ, κι’ έτσι από την μία οι καλλιέργειες και από την άλλη οι πανέμορφοι κήποι, χρειάζονταν πολλά και φθηνά εργατικά χέρια.»

«Το 1923 ιδρύθηκε ο Σύλλογος Προσφύγων Κηφισιάς, με σκοπό τη στέγαση και αποκατάστασή τους. Μετά από πολλές προσπάθειες ο Σύλλογος πέτυχε την απαλλοτρίωση εκατόν πενήντα δύο στρεμμάτων στη σημερινή Νέα Ερυθραία, περιοχή που τότε υπαγόταν στην Κοινότητα Κηφισιάς.….. «Να κάνει φεγγάρι να δουλεύουμε», έλεγαν οι πρόσφυγες, καθώς ξενοδούλευαν το πρωί στα κτήματα της Κηφισιάς και το βράδυ καλλιεργούσαν τα χωράφια τους.»

Δεν θα ήταν η μοναδική φορά που η Κηφισιά θα υποδεχόταν ξενιτεμένους Έλληνες. Πολύ αργότερα, στη δεκαετία του ‘60, θα άνοιγε και πάλι την αγκαλιά της στους ξεριζωμένους Αιγυπτιώτες (Έλληνες της Αιγύπτου). Το ’στυ Αιγυπτιωτών, στην περιοχή του Ναού της Αγίας Παρασκευής, είναι σήμερα μία από τις ομορφότερες συνοικίες της πόλης.

Με το Διάταγμα της 16ης Φεβρουαρίου 1925, η Κηφισιά αποσπάσθηκε από τον Δήμο Αθηναίων στον οποίον ανήκε μέχρι τότε και έγινε κοινότητα. Στα όρια της περιλάμβανε ακόμη τους συνοικισμούς Εκάλης και Νέας Ερυθραίας. Ο πρώτος αποσπάσθηκε από την Κοινότητα Κηφισιάς τον Ιούλιο του 1928 και ο δεύτερος τον Ιανουάριο του 1934. Πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της νεοσύστατης Κοινότητας Κηφισιάς ήταν ο Κωνσταντίνος Δήμας, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Σέσιλ. Η εναρκτήρια συνεδρίαση του Κοινοτικού Συμβουλίου πραγματοποιήθηκε στο «κόκκινο σαλονάκι» του ξενοδοχείου Μελά. Απορεί κανείς γιατί ένα τέτοιο πανηγυρικό γεγονός δεν έγινε στο μεγαλοπρεπές Σέσιλ, που έτσι και αλλιώς είχε ανοίξει τις πύλες του ένα χρόνο πριν. Ποιος ξέρει; Ίσως κάποιοι να σκέφτηκαν ότι η τιμή αυτή θα έπρεπε να ανήκει στο ξενοδοχείο Μελά, που αν και πολύ μικρότερο του Σέσιλ προϋπήρχε κατά 36 χρόνια.

Tα εγκαίνια του περίφημου Σέσιλ, η ιστορία του οποίου είναι άμεσα συνυφασμένη με την ιστορία της πόλης, έγιναν στις 10 Ιουλίου 1924. Από τις κοσμικές στήλες της εποχής μαθαίνουμε ότι όλη η καλή κοινωνία της Αθήνας παραβρέθηκε στα εγκαίνια και ότι ο chef, o μάγειρας και ο ζαχαροπλάστης του ήταν Γάλλοι. Είχαν έλθει στην Ελλάδα για να εργαστούν στα Ανάκτορα, αλλά τελικά κατέληξαν σε τούτο το ξενοδοχείο που κάθε Πέμπτη οργάνωνε γκαλά με τις πιο γνωστές ορχήστρες της εποχής. Μόνιμος «κάτοικος» του Σέσιλ ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος που περνούσε τα περισσότερα καλοκαίρια του στην Κηφισιά.

Η σύζυγος του Κωνσταντίνου Δήμου, η αείμνηστη Άννα -μία από τις πιο αγαπητές μορφές της Κηφισιάς των περασμένων χρόνων- διηγείτο στον εκδότη του περιοδικού Κηφισός, Κώστα Βλάχο, μία διασκεδαστική ιστορία για τους περίφημους «δημιουργούς της κουζίνας του ξενοδοχείου»:

«Θυμάμαι, έλεγε η Άννα Δήμα, μία ειδική πιατέλα που ετοιμάστηκε για το γεύμα που παρέθεσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στον Ισμέτ Ινονού. Ο μάγειρας πάνω από το ζελέ του εδέσματος είχε ζωγραφίσει πιστά τα πρόσωπα των δύο αρχηγών. Όμως ήταν τόσο τέλεια φτιαγμένα που κανένας από τους καλεσμένους δεν τόλμησε να τα χαλάσει και να φάει αυτό το φαγητό!».
Η Άννα Δήμα πέθανε πλήρης ημερών τον Μάιο του 1999, έχοντας προσφέρει, μαζί με άλλες μεγάλες κυρίες της Κηφισιάς –όπως η Ελένη Ποταμιάνου και η Έλλη Μαλάμου (και όχι μόνο)- πολύτιμες υπηρεσίες στον τόπο. Ήταν πράγματι μία εντυπωσιακή γυναίκα.

Ο άδικος χαμός δύο παιδιών στάθηκε αφορμή να ιδρύσει το 1926 ο μεγάλος εθνικός ευεργέτης Εμμανουήλ Μπενάκης (1843-1929) το Μπενάκειο Παιδικό ’συλο Κηφισιάς, όπως λεγόταν τότε. Σήμερα ονομάζεται Μπενάκειο Παιδικό Ίδρυμα Κηφισιάς. Το ένα παιδί το κτύπησε αυτοκίνητο, το άλλο κατάπιε δηλητήριο. Οι γονείς τους εργάζονταν για να τα ζήσουν και κανείς δεν ήταν «εκεί» για να τα προσέχει. Όταν ο Μπενάκης πληροφορήθηκε τα τραγικά συμβάντα πρόσφερε ένα τμήμα του κτήματός του, κατέβαλε ένα ποσό και έκτισε στη Λεωφόρο Μαραθώνος (τη γωστή μας Λεωφόρο Κηφισίας) ένα ίδρυμα για τα παιδιά των εργαζομένων μητέρων. Από τότε το Μπενάκειο θα συνδεόταν άρρηκτα με την Κηφισιά.

Το Ίδρυμα δεν ήταν η μόνη προσφορά του Μπενάκη στην Κοινότητα. Δίπλα του κτίστηκε το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο (1930) για να βοηθήσει με έρευνες και μελέτες των γεωπόνων που το στελέχωναν όλους εκείνους που καλλιεργούσαν τη Γη, είτε στην Κηφισιά είτε οπουδήποτε αλλού.
 
Η διαχρονική σχέση ανθρώπων και Φύσης είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την αγάπη των Κηφισιωτών για τα δημιουργήματα της γης, αγάπη που πριν πολλές δεκαετίες βρήκε την έκφρασή της στις πρώτες ανθοκομικές εκθέσεις της πόλης μας που κατακλύζονταν από τους επισκέπτες που κατέφθαναν απ’ όλα τα σημεία της Αττικής. Τότε περίπου (1936) ανοίγουν τα ξενοδοχεία Σεμίραμις και Παλλάς.

Στα 1934 ξεκίνησε ο θεσμός της Ανθοκομικής Έκθεσης Κηφισιάς. Εκθέτες δεν ήταν κάποιοι ανθοπαραγωγοί, όπως γίνεται σήμερα, αλλά οι ιδιοκτήτες και οι άξιοι κηπουροί των κήπων του όμορφου προαστίου ενώ τα εκθέματα ήταν φρούτα και λαχανικά (κυρίως αγκινάρες, φράουλες και κεράσια) που καλλιεργούνταν σε αυτούς τους κήπους. Τα λουλούδια ήταν ελάχιστα. Σε τούτη την πρώτη προσπάθεια ρόλο σημαντικό έπαιξε η Τοπική Επιτροπή Τουρισμού Κηφισιάς (ΤΕΤΚ) –ένα τοπικό παρακλάδι του ΕΟΤ- και διάφοροι γνωστοί Κηφισιώτες του Μεσοπολέμου όπως ο Ευάγγελος Παπαστράτος, ο Κώστας Δήμας, ο Τάκης Μελάς, ο Κιρκίνης και οι κυρίες Ευκλείδη, Διομήδη, Άννα Δήμα που χωρίς κανένα οικονομικό όφελος παρουσίαζαν τα προϊόντα των κήπων τους με σκοπό την προβολή της Κηφισιάς.

Από το 1937 οι εκθέσεις αυτές πήραν επίσημο χαρακτήρα και οργανώνονταν σε ετήσια βάση από την Επιτροπή Τουρισμού στο άλσος της Κηφισιάς. Υψηλός προσκεκλημένος εκείνης της χρονιάς ήταν ο βασιλέας Γεώργιος Β’ που έκοψε την κορδέλα στην τελετή των εγκαινίων. Στην έκθεση, μάλιστα του ’37 -όπου το ενδιαφέρον επικεντρωνόταν στην ποιότητα των προϊόντων και όχι στην πώλησή τους- δύο γνωστές κηφισιώτικες οικογένειες οι Καψαμπέλη και οι Κουτσουράδη κέρδισαν και μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο για την καλλιέργεια της αγκινάρας. άλλα χρόνια, άλλες συνήθειες, άλλες νοοτροπίες! Η εμπορευματοποίηση των πάντων ήταν ακόμη έννοια άγνωστη.

Ακολούθησαν οι εκθέσεις του 1938 και του 1939. Ύστερα ήλθαν οι μαύρες ημέρες του πολέμου και της Κατοχής. Και φυσικά οι πύλες της Κηπουρικής Έκθεσης έκλεισαν ερμητικά.

Η Κηφισιά έγινε Δήμος το 1942. Περίπου δύο χρόνια πριν, ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, στο κηφισιώτικο σπίτι του στην οδό Δαγκλή ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς είχε πει το ηρωικό «Όχι» στο τελεσίγραφο του Γκράτσι, με το οποίο ο Μουσολίνι ζητούσε από την Ελλάδα «γη και ύδωρ». Την απάντηση του Μεταξά την ενστερνίσθηκε σύσσωμος ο λαός και η χώρα γνώρισε το μεγαλείο του Αλβανικού Έπους. Τη μεγάλη Νίκη διαδέχθηκαν τα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Αυτής της ανθρωποβόρας συμφοράς με την οποία αρνήθηκε να συμβιώσει η πατριώτισσα Ελληνίδα συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα, δίνοντας τέλος στη ζωή της στις 2 Μαΐου 1941. Σπίτια επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς, αυτοκίνητα, άλογα, ποδήλατα, τρόφιμα, σχεδόν τα πάντα. Η φοβερή Κομαντατούρ στεγάστηκε αρχικά στο Στροφύλι και οι εγκαταστάσεις του ΑΟΚ έγιναν χώρος στάθμευσης για τους μοτοσικλετιστές της. Τρόμος σκίαζε την Κηφισιά.

Οι Κηφισιώτες έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση. Τα ξενοδοχεία έκλεισαν για τους ανύπαρκτους πλέον επισκέπτες και άνοιξαν για τους τραυματίες που έφθαναν εξαντλημένοι από το Μέτωπο. Ομάδες κοινωνικής προσφοράς οργανώθηκαν γρήγορα για να συμπαρασταθούν σε εκείνους που αναζητούσαν βοήθεια για να επιβιώσουν. Στο Μπενάκειο, ο κήπος του οποίου μετατράπηκε σε λαχανόκηπο, οργανώνονταν από το 1941 μέχρι το 1944 συσσίτια που έσωσαν χιλιάδες ανθρώπους, παιδιά, νέους, γέρους.

Τραγικά ήταν και τα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου. Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Νέο αίμα. Νέος πόνος. Μέχρι που πέρασαν και αυτές οι σκοτεινές ημέρες και ηρέμησε ο τόπος.

Το 1956, η μεταπολεμική Τοπική Επιτροπή Τουρισμού Κηφισιάς άνοιξε και πάλι τις πύλες της Ανθοκομικής για το κοινό. Πρόεδρος αυτής της επιτροπής ήταν τότε ο Νίκης Απέργης, γενικός γραμματέας ο Κώστας Δήμας και εκπρόσωπος του Δήμου Κηφισιάς ο Γεώργιος Τριανταφύλλης, που εκείνη τη χρονιά προήδρευε του Δημοτικού Συμβουλίου. Το 1965, επί δημαρχίας Δημήτρη Ζωμόπουλου, την οργάνωση της Ανθοκομικής Έκθεσης ανέλαβε οριστικά ο Δήμος Κηφισιάς.
 
Περίπου την ίδια εποχή το πράσινο αρχίζει να χάνεται σιγά-σιγά από το κέντρο του προαστίου και να παραχωρεί τη θέση του στο μπετόν και την εμπορική εκμετάλλευση της γης. Επαύλεις, παραδοσιακά κτήρια και ξενοδοχεία αλλάζουν χέρια και μετατρέπονται σε εμπορικά κέντρα και συγκροτήματα γραφείων. Συχνά με σεβασμό στην παράδοση (όπως έγινε με τα ξενοδοχεία Σέσιλ και Απέργη) άλλοτε όμως με παρεμβάσεις που δύσκολα θυμίζουν τις ομορφιές του «χτες». Δεν χρειάστηκαν πολλά για να φτάσουμε στην Κηφισιά του σήμερα, έτσι όπως την βιώνουμε όσοι ζούμε σε αυτήν την πόλη. Μία πόλη που σφύζει από τις επιχειρηματικές και επαγγελματικές δραστηριότητες κάθε μορφής, αλλά και από έντονη κοινωνική, πνευματική και αθλητική ζωή.
 
Δημοτικά και ιδιωτικά σχολεία, σχολές μουσικής και φροντιστήρια, παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, ακόμη και η Ακαδημία του Πυροσβεστικού Σώματος και η Ανωτέρα Ιερατική Σχολή συναποτελούν τον ευρύτατο πυρήνα της Παιδείας στην πόλη μας. Δίπλα σε αυτά τα κέντρα εκπαίδευσης συνυπάρχουν αξιόλογα μουσεία, εκθεσιακοί χώροι, ιδρύματα και σύλλογοι σε εντυπωσιακούς αριθμούς που μαρτυρούν τη ζωντάνια που διακρίνει τον σύγχρονο κάτοικο της Κηφισιάς.

Στην οδό Λεβίδου 13 βρίσκεται το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας που ίδρυσαν το 1964 ο ’γγελος και η Νίκη Γουλανδρή, το Μουσείο Δροσίνη στην ομώνυμη οδό, στην Πρωτέως 25 το Μουσείο του ΟΤΕ και στην Γ. Λύρα 73 το Σκιρώνειο. Σύντομα θα λειτουργήσει και το Αρχαιολογικό Μουσείο Κηφισιάς όπου θα εκτίθενται οι αρχαιολογικοί θησαυροί της περιοχής που πρόσφατα ήλθαν στο φως της ημέρας.

Περισσότεροι από εβδομήντα (!) πολιτιστικοί και αθλητικοί σύλλογοι λειτουργούν στην Κηφισιά, αριθμός ενδεικτικός του ενδιαφέροντος των κατοίκων της για τον πολιτισμό, τις κοινωνικές δραστηριότητες και τον αθλητισμό. Και φυσικά ένα σωρό ιδρύματα και βιβλιοθήκες, όπως η Βιβλιοθήκη Λοβέρδου, η Βιβλιοθήκη του Δήμου που στεγάζεται στο Μουσείο Δροσίνη. Ποιους συλλόγους και ποια ιδρύματα να πρωτοαναφέρει κανείς! Θα αρκεστούμε σε μία μερική, κατά το δυνατόν χρονολογική, αναφορά ξεκινώντας από το Ζηρίνειο Γυμναστήριο (1928) που κατασκευάστηκε σε οικόπεδο που αγόρασε ο Ιωάννης Ζηρίνης εκείνα τα χρόνια. Στο πανέμορφο Στροφύλι ιδρύεται το 1932 ο Αθλητικός Όμιλος Κηφισιάς. Πρώτος πρόεδρος του ΑΟΚ, χρημάτισε ο ναύαρχος Κριεζής. Λίγο αργότερα (1938) τη θέση του προέδρου πήρε ο Ευάγγελος Παπαστράτος που ενίσχυσε με μεγάλα ποσά τον Όμιλο για τους σκοπούς του. Στα 1936 ιδρύεται η πρώτη ομάδα Προσκόπων Κηφισιάς και εννέα χρόνια αργότερα ξεκίνησε τη δράση του ο τοπικός Οδηγισμός. Στα 1937 ιδρύθηκε η Χορωδία της Κηφισιάς που κέρδισε πολλές διακρίσεις στην σχεδόν 70ετή πορεία της και στα 1962 ο Ζηρίνειος Αθλητικός Όμιλος Νεανίδων (ΖΑΟΝ) που χάρισε ωραίες στιγμές στον αθλητισμό της πόλης, ιδίως όταν, πρόσφατα σχετικά, κέρδισε δύο φορές τον τίτλο του Πρωταθλητή Ελλάδος στο Βόλεϊ νεανίδων. Στα 1979 ιδρύονται ο καλλιτεχνικός σύλλογος Τροβαδούροι της Κηφισιάς και ο Σύλλογος Προστασίας Κηφισιάς που έδωσε και δίνει αγώνες για να κρατήσει, όσο αυτό είναι δυνατόν, η πόλη το χρώμα της. Το 1983 με πρωτοβουλία βουλευτών οργανώνεται ο Αθλητικός Όμιλος Πολιτείας. Τέλος -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η λίστα μας είναι πλήρης- το 1986 ιδρύθηκε η Ένωση Φιλοτελιστών Κηφισιάς που «παρά το νεαρό της ηλικίας της» έχει ήδη προσφέρει έργο αξιόλογο στο χώρο της και πριν λίγα χρόνια το Ίδρυμα Τσιχριτζή. Ο γράφων λυπάται που δεν μπορεί να αναφέρει περισσότερα ονόματα συλλόγων και ιδρυμάτων και επιπλέον λεπτομέρειες γι’ αυτά. Ο περιορισμένος χώρος του φιλόξενου Οδηγού δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Ένα είναι βέβαιο: Ότι ακόμη και αυτοί που δεν αναγράφονται εδώ προσφέρουν έργο καλό.
 
Μετά τη μεταπολίτευση (1974) δήμαρχοι Κηφισιάς διετέλεσαν ο Δημήτρης Ζωμόπουλος (+) (1975-1982), ο Μιχάλης Κανακάκης (+) (1983-1986 και 1991-1994), ο Βασίλης Γκατσόπουλος (+) (1987-1990), ο Κωνσταντίνος Τασούλας (1995-1998), ο Βασίλης Βάρσος (1999-2002) και ο Νίκος Χιωτάκης.

Επί πρώτης δημαρχίας Κανακάκη, συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1984, το Δημαρχείο της Κηφισιάς στεγάστηκε στο κτίριο όπου βρίσκεται σήμερα. Είναι ένα σύγχρονο κτίσμα, δημιούργημα του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη που ορθώνεται σε οικόπεδο που δώρισε στον Δήμο ο Ηφαιστείων Παπαδόπουλος. Μέχρι τότε το Δημαρχιακό Μέγαρο στεγαζόταν στο ξενοδοχείο Αίγλη στην Πλατεία Πλατάνου και πριν από εκεί σε δύο παλαιά κτίσματα, πρώτα στην Όθωνος και Κηφισίας και μετά στην οδό Παπαδιαμάντη.

* * *

Στην Κηφισιά έζησαν, ή πέρασαν μεγάλο μέρος της ζωής τους, πολλοί γνωστοί πολιτικοί της νεώτερης Ελλάδας. Δεν είναι δυνατόν να τους αναφέρουμε όλους. Έτσι περιοριζόμαστε στον Θεόδωρο Δηληγιάννη (1824-1905), προτομή του οποίου έστησαν οι Κηφισιώτες στο ’λσος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τα όσα έκανε για το προάστιό τους, τον αείμνηστο Χαρίλαο Τρικούπη (1832-1897), τον Άθω Ρωμάνο (1858-1940), υπουργό των Εξωτερικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη, τον ηρωικό Μακεδονομάχο Παύλο Μελά (1870-1904) και τον πατέρα του Μιχαήλ Μελά, που διετέλεσε Δήμαρχος Αθηναίων από το 1891 μέχρι το 1894. Σύγχρονοί τους ο Στέφανος Στρέιτ (1837-1920) (Στράιτ, επί το ορθότερον) υπουργός των Οικονομικών στην Κυβέρνηση Ζαΐμη, ο γιός του Γεώργιος (1868-1948), υπουργός Εξωτερικών στην Κυβέρνηση Βενιζέλου (1913-1914) και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Ακόμη ο Ίων Δραγούμης (1878-1920), που ως πρόξενος της Ελλάδος ανέπτυξε αξιόλογη εθνική δράση στο εξωτερικό, ο διαπρεπής κερκυραίος ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρου (1851-1919), που ίδρυσε τον φιλολογικό σύλλογο Παρνασσός και διετέλεσε πρωθυπουργός στα δύσκολα χρόνια του Διχασμού (1916-1917), ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Διομήδης (1874-1950), οι Τσαλδάρη, οι Πεσμαζόγλου, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης (1860-1949), ο λόγιος πολιτικός Ευάγγελος Αβέρωφ (1910-1990), ο υπουργός της Ένωσης Κέντρου Γεώργιος Μυλωνάς (1919-1998), και βεβαίως -στα τελευταία χρόνια της ζωής του- ο Πρόεδρος Κωνσταντίνος Καραμανλής (1907-1998).

Στη μνήμη του Παύλου Μελά –τον οποίον στήριξε στον αγώνα του με θαυμασμό και αγάπη η εκκεντρική κόμισσα Λουίζα ντε Ριανκούρ- Κηφισιώτες ίδρυσαν το 1986 έναν ομώνυμο μορφωτικό και πολιτιστικό σύλλογο. Σίγουρα θα ακολουθήσουν και νέοι σύλλογοι και νέες οργανώσεις για να τιμηθούν και άλλες λαμπρές προσωπικότητες της Κηφισιάς.

Ανάλογη και η παρουσία σε τούτο το κομμάτι της Αττικής Γης των ανθρώπων του χώρου των Γραμμάτων και των Τεχνών. Ήδη αναφέραμε ορισμένους. Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951) ήταν λάτρης της Κηφισιάς. Το ίδιο και η φλογερή πατριώτισσα συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941), ο Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), o φιλόσοφος και πολιτικός Κωνσταντίνος Τσάτσος με τη σύζυγό του Iωάννα, o μεγάλος εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Πνεύματος Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902-1986). Στην Κηφισιά έζησαν ακόμη ο πολυγραφότατος Θανάσης Διομήδης Πετσάλης (1904 – 1995), ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τρυπάνης (1909-1993) που πρόσφερε πολλά στη διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων στο εξωτερικό, η μεγάλη Κυβέλη, ο ποιητής και ανθρωπολόγος Άγις Θέρος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Σπύρου Θεοδωρόπουλου) (1876-1961), ο ιατρός και ποιητής Γεώργιος Δελής (1870-1954), ο Κλέανδρος και η Ρένα Καρθαίου, o Γιάννης Μαγκλής (γεν. στα 1909), ο γλύπτης και ακαδημαϊκός Γιάννης Παππάς, οι ζωγράφοι Γιάννης Μόραλης και Κώστας Λινάκης (1917-2000), ο αρχαιολόγος Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς (1866-1955), που ως έφορος αρχαιοτήτων φρόντισε για τις πρώτες ουσιαστικές ανασκαφές στην Κηφισιά, ο μεγάλος μας καραγκιοζοπαίκτης Σωτήρης Σπαθάρης (1892-1973) κ.α.

Όλες αυτές οι προσωπικότητες αλλά και πληθώρα άλλων Κηφισιωτών του «χτες» και του «σήμερα» έπαιξαν (και παίζουν) το ρόλο τους στο καθημερινό γίγνεσθαι της πόλης (και όχι μόνο) συναποτελώντας το πολύτιμο έμψυχο υλικό που κατέστησε την Κηφισιά κέντρο Πολιτισμού και Δημιουργίας. Και ως προς αυτό το τελευταίο δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί του λόγου το αληθές. Η ιστορία της πόλης μας είναι ο καλλίτερος αψευδής μάρτυρας.

Για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου, πέραν των πηγών που αναφέρονται στο κείμενο και στοιχείων που εδόθησαν στον γράφοντα από αρχεία του Δήμου Κηφισιάς και διαφόρων οργανισμών, ιδρυμάτων κ.λ.π ελήφθησαν πληροφορίες από το σύγγραμμα της κας Ευαγγελίας Βαλάτα Τσιάμα «75 Χρόνια Δήμος Κηφισιάς», το οποίο εξέδωσε, τον Ιούνιο του 2001, η εφημερίδα Τύπος Κηφισιάς στα Βόρεια Προάστια.
 
Ευγένιος Πιέρρης
τ. Δημοτικός Σύμβουλος
τ. Σύμβουλος Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων Δημάρχου Κηφισιάς

Κηφισιά Απρίλιος-Μάιος 2004